ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: ΜΙΑ ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΠΤΥΧΗ ΤΟΥ 1821
Ο συγγραφέας κι ερευνητής Λεωνίδας Γουργουρίνης, γεννημένος στο Τορόντο του Καναδά, επέστρεψε στα ζεστά πελάγη της Ελλάδας εξαιτίας της νοσταλγίας του πατέρα του, όπως λέει, κάτι που τον ώθησε να ασχοληθεί με τον άγνωστο κόσμο των πειρατών της Μεσογείου.
Ας πάρουμε λοιπόν, μια γεύση από ένα μεγάλο θέμα που δεν έχει αναδειχτεί αρκετά από τους Ιστορικούς και σπάνια γίνονται αναφορές σε αυτό.
Αν και οι σπουδές του ήταν πάνω στην Πληροφορική, το ενδιαφέρον του για την πειρατεία τον ώθησε να γράψει βιβλία, άρθρα και να συμμετάσχει σε τηλεοπτικές εκπομπές για το θέμα, κάτι που προκάλεσε και το ενδιαφέρον της διεθνούς αρχαιολογικής ερευνητικής ομάδας «Archéologie de la Piraterie des XVIIe-XVIIIe siècles», η οποία τον ενέταξε στα ενεργά της μέλη. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και το πρώτο του ιστορικό μυθιστόρημα, με τίτλο «Μαυροπετρίτης Το Γεράκι της Μεσογείου», όπου πραγματεύεται την πολυκύμαντη ζωή του Κερκυραίου πειρατή-επαναστάτη καπετάν Πέτρου Λάντζα.
Για να είμαι ειλικρινής στα σχολικά μου χρόνια δεν είχα ακούσει για την πειρατεία στην Ελλάδα, μέχρι που διάβασα το βιβλίο «Οι πειρατές του Αιγαίου», του Ιουλίου Βερν, γενικώς στα σχολικά βιβλία δεν αναφέρεται ότι πολλοί ναυτικοί μας ήταν αρχικά πειρατές και κατόπιν έγιναν επαναστάτες και ήρωες. Σε αντίθεση δηλαδή με τους Βρετανούς που αναφέρονται στην πειρατεία των προγόνων τους, αλλά και στο ότι γίνονταν κουρσάροι, στην Ελλάδα τώρα τελευταία άρχισαν να μιλάνε ότι ο Ανδρέας Μιαούλης ήταν πειρατής, πιθανόν γιατί σε συνδυασμό με τους στεριανούς «κλέφτες και αρματολούς», να είναι δύσκολη η εξευγένιση της εικόνας των ηρώων μας.
Η πειρατεία στο Αιγαίο έχει τις ρίζες της στα βάθη των αιώνων. Η ιστορία της ταυτίζεται με αυτήν της ίδιας της ναυσιπλοΐας στα καταγάλανα νερά του, πολλούς αιώνες πριν την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και τη δράση των πειρατών της Καραϊβικής, τόσο που η ιστορία τους να μοιάζει με νεογέννητο σε σύναξη γερόντων!
Μια από τις σημαντικότερες περιόδους έξαρσης της δράσης πειρατών και κουρσάρων στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου είναι αυτή της οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι Τούρκοι ασκούν συστηματικά πειρατεία στο Αιγαίο με αποκορύφωμα τον 16ο αιώνα, όπου η ένταξη των πειρατών της Μπαρμπαριάς στις τάξεις του οθωμανικού στόλου, ισχυροποιεί τη ναυτική δύναμη και την επεκτατική πολιτική της Υψηλής Πύλης. Ο σουλτάνος χρησιμοποιεί τους αιμοσταγείς αυτούς πειρατές για την επάνδρωση των πολεμικών του πλοίων και αναθέτει στους αρχηγούς τους τα ανώτατα αξιώματα του οθωμανικού στόλου. Επιτρέπει και υποθάλπει τη δράση των Μουσουλμάνων πειρατών, με σκοπό να αυξήσει τη σφαίρα επιρροής του σε όλη την Μεσόγειο, αδιαφορώντας για τον αφανισμό του ελληνικού νησιώτικου στοιχείου.
Στίφη ανεξάρτητων και αδέσμευτων Χριστιανών πειρατών κάθε εθνικότητας, Τοσκανοί, Σικελοί, Γενοβέζοι, Ναπολιτάνοι, Ισπανοί, Γάλλοι, Άγγλοι και Ολλανδοί ακόμα, πλημμυρίζουν το Αιγαίο στις αρχές κυρίως του 17ου αιώνα, όταν χωρίς καμία απολύτως ντροπή επιδίδονται σ’ ένα όργιο αυθαιρεσίας κι αρπαγής σε βάρος των νησιών και των παραλίων. Δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικοί με τους Έλληνες, όταν αυτό τους συνέφερε τους αντιμετώπιζαν σαν Οθωμανούς υπηκόους, σχισματικούς, ενώ θεωρούσαν τους εαυτούς τους υπερασπιστές της καθολικής πίστης. Κάτι που τους έδινε κατά την άποψή τους μια καλή δικαιολογία για τις χυδαίες και ακατανόμαστες πράξεις τους σε βάρος του ντόπιου πληθυσμού.
Η έντονη αγανάκτηση για τα δεινά και τις κακουχίες από μέρους αυτών των στυγερών τυχοδιωκτών, καθώς και των Οθωμανών κατακτητών, αναγκάζει τους Έλληνες νησιώτες, καραβοκύρηδες, ναυτικούς και εμπόρους, να εξοπλίσουν αρχικά, μίστικα, γαλιότες, φούστες και να αντιμάχονται ταυτόχρονα και τους Χριστιανούς και τους Τούρκους πειρατές.
Οι τολμηροί αυτοί ναυτικοί, αποκρούοντας τους πειρατές, γίνονται τελικά φημισμένοι κουρσάροι, καταδρομείς, ειδικοί σε παράτολμες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να είναι περιζήτητοι από τις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της Δύσης, ενώ τα κατορθώματά τους γίνονται τραγούδια και θρύλοι για τον λαό μας.
Το 1699, μετά τη λήξη του ΣΤ’ Βενετοτουρκικού Πολέμου και τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, αρχίζει η οικονομική και οικιστική ανάπτυξη του Αιγαίου, η πειρατεία εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά είναι πλέον ενταγμένη σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική και κοινωνική πρακτική και νοοτροπία των ναυτικών κοινοτήτων του.
Την περίοδο των πολέμων του Ναπολέοντα το ναυτικό εμπόριο είχε πια περιέλθει, σχεδόν αποκλειστικά, στα χέρια των Ελλήνων, που όργωναν την Μεσόγειο μεταφέροντας αγαθά και προμήθειες σε όλα τα λιμάνια της. Μία από τις πλέον επικερδείς δράσεις των ελληνικών πλοίων, ήταν το «σπάσιμο» του αγγλικού ναυτικού αποκλεισμού και η τροφοδοσία των γαλλικών λιμανιών με εφόδια και κυρίως το πολύτιμο σιτάρι. Η ενέργεια αυτή αν και ήταν τρομερά επικίνδυνη λόγω της τιμωρίας που επέβαλαν οι Άγγλοι στους παραβάτες, ήταν υπέρμετρα επικερδής για τους τολμηρούς καπεταναίους.
Για τους Άγγλους αποτελούσε μία έκνομη ενέργεια και οι παραβάτες «πειρατές» τιμωρούνταν με κρεμάλα. Για τους Γάλλους οι τολμηροί Έλληνες ναυτικοί θεωρούνταν «ήρωες» που τους έσωζαν από την πείνα και τον θάνατο. Για τους υπόδουλους Έλληνες θεωρούνταν «αγωνιστές της λευτεριάς» που εξασφάλιζαν χρήματα και όπλα για την υπόθεση της ανεξαρτησίας από τον Τούρκο δυνάστη. Αυτός ο πλούτος, τα εξοπλισμένα σκαριά και η απαράμιλλη δεινότητα των Ελλήνων ναυτικών, αποτέλεσαν τον πυρήνα του ναυτικού πολέμου κατά την επανάσταση του 1821.
- Ο κόσμος δεν έχει σχεδόν καθόλου την εικόνα του τι πραγματικά γινόταν στην Μεσόγειο εκείνη την εποχή με τους πειρατές και ειδικά με την Μπαρμπαριά.
Ονομαστοί πειρατές Τούρκοι και Βέρβεροι, Μπέρμπεροι εξού και Μπαρμπαριά, από το τέλος του 15ου αιώνα, αλλά και τον 16ο αιώνα, ήταν ο Κεμάλ Ρέις, ο Καρακασάν, οι αδερφοί Κούρτογλου, ο Καραμαμέθ, ο Μόρο, ο Σινάν Ρέις και βέβαια οι αδερφοί Μπαρμπαρόσα. Όλοι αυτοί οι άρπαγες εντάσσονται στο οθωμανικό ναυτικό, εισπράττουν μισθό και παίρνουν έγγραφη άδεια μετακίνησης στις ελληνικές θάλασσες. Με τον τρόπο αυτό, στυγεροί πλιατσικολόγοι πειρατές, φορούν τον μανδύα του κουρσάρου του σουλτάνου. Όμως η απεχθής δράση τους δηλώνει από μόνη της την πραγματική τους ταυτότητα. Οι άνθρωποι αυτοί δρουν με μόνο σκοπό το προσωπικό τους όφελος, χωρίς καμία απολύτως διάκριση, χωρίς αναστολές, πατρίδα και θρησκεία. Διασχίζουν πάνοπλοι τα πέλαγα και σε καιρούς ειρήνης ή πολέμου, κυριεύουν νησιά, πόλεις, χωριά και πλοία κάθε εθνικότητας. Λεηλατούν και σφάζουν αναίτια για προσωπική ευχαρίστηση ή από εκδικητική μανία. Ισοπεδώνουν ολόκληρες πολιτείες, βιάζουν, κακοποιούν, καίνε εκκλησίες, ξεριζώνουν σοδειές και γεννήματα, αφήνοντας πίσω τους ερείπια και καμένη γη, μεταφέροντας κοπάδια δυστυχισμένων ανθρώπων που είχαν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο τους στα σκλαβοπάζαρα, μιας και το δουλεμπόριο είναι εκείνη την εποχή ένα επικερδές εμπόριο.
Συνολικά από τα 25 νησιά που κατείχαν μέχρι τότε οι Βενετοί, τα 12 έγιναν φόρου υποτελή στον σουλτάνο και τα άλλα 13 λεηλατήθηκαν, χωρίς ο βενετσιάνικος στόλος να κάνει καμία προσπάθεια να ανακόψει αυτή την τραγική πορεία, αφήνοντας τους Έλληνες κατοίκους των νησιών να πληρώσουν βαρύ φόρο αίματος για μια ακόμα φορά.
Με αυτές τους τις ενέργειες οι Τούρκοι και Βέρβεροι καπεταναίοι που υπηρετούν τον οθωμανικό στόλο, με πρωτεργάτη τον Μπαρμπαρόσα μετατρέπουν την Άσπρη Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο σε τούρκικο πέλαγος, μέχρι τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 και τη συντριβή του οθωμανικού στόλου.
Στα τέλη του 16ου αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους στην ανατολική Μεσόγειο Χριστιανοί κουρσάροι στην υπηρεσία του αντιβασιλέα της Σικελίας, της Νάπολης και των Μεδίκων της Φλωρεντίας. Οι Μέδικοι χρηματοδοτούν πολλές επιδρομές εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ασκώντας παράλληλα και πειρατεία το 1608, τα λάφυρα των 8 ιστιοφόρων της Φλωρεντίας ανέρχονται στο αστρονομικό ποσό του 1.000.000 δουκάτων, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι η πειρατεία αποτελεί τρομερά κερδοφόρα επιχείρηση για τους ισχυρούς της εποχής.
Ο Δούκας της Τοσκάνης και ο αντιβασιλιάς της Νάπολης διατηρούν στενές σχέσεις με το ελλαδικό στοιχείο, διατάσσουν τους καπετάνιους των πλοίων τους να μην επιτίθενται σε ελληνικά πλοία και στα ελληνικά παράλια, αλλά αντίθετα να παρέχουν σε αυτούς κάθε δυνατή βοήθεια και να καλλιεργούν το επαναστατικό τους πνεύμα εναντίον των Τούρκων, καθώς και να προτρέπουν τους ελληνικούς πληθυσμούς να μεταναστεύουν στις χώρες τους, όπου η ανάγκη για ικανά εργατικά χέρια και ικανότατους ναυτικούς ήταν μεγάλη. Αυτό βέβαια, ερχόταν σε αντίθεση με την πολιτική της Βενετίας που ήθελε τους Έλληνες και κυρίως τους μαχητικούς Μανιάτες να παραμένουν στον τόπο τους, επειδή χρησιμοποιούσαν τα λιμάνια της Μάνης σαν κρησφύγετα για τα πλοία τους και ασφαλείς τόπους ανεφοδιασμού και τους ίδιους τους Μανιάτες για ναυτικούς και κωπηλάτες στις γαλέρες τους.
- Μπορείς να μας αναφέρεις μερικά περιστατικά πειρατών που είναι άγνωστα στους περισσότερους από εμάς, αλλά και ποιοι από αυτούς έγιναν τελικά ονομαστοί επαναστάτες;
Η υπόθεση του αγώνα των Ελλήνων ναυτικών ενάντια στους Οθωμανούς, είτε σαν ανεξάρτητοι πειρατές και κουρσάροι, είτε σαν «υπήκοοι» των ναυτικών δυνάμεων της εποχής, Βενετία, Γένοβα, Ισπανία κ.ά., δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται σε ολόκληρη την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας.
Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες, είτε σαν μαχητές στον χριστιανικό είτε σαν σκλάβοι- κωπηλάτες στον τούρκικο στόλο, συντέλεσαν στη λαμπρή αυτή νίκη των Χριστιανών επί των Οθωμανών, στην περίφημη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος. Τόσο με τη μαχητικότητά τους από τη μία πλευρά, κάτι που υμνήθηκε και από τους αρχηγούς του συμμαχικού στόλου και κυρίως από τον αρχιναύαρχο, Δον Χουάν τον Αυστριακό, όσο και με την απρόθυμη συμπεριφορά τους στα κουπιά των τούρκικων πλοίων, κάτι που μείωνε αισθητά τη μαχητική τους ικανότητα, με τη μάταιη ελπίδα ότι η νίκη αυτή μπορούσε να αποτελέσει την αρχή της απελευθέρωσης της βασανισμένης Ελλάδας. Μιας νίκης, που οι αρχηγοί της χριστιανικής συμμαχίας, με τη φαγωμάρα και τις ευτελείς διαφορές τους, άφησαν ανεκμετάλλευτη, προς όφελος του οθωμανικού επεκτατισμού και τη μάστιγα της πειρατείας, που για αρκετά χρόνια θα αποτελεί ένα ακόμα αιματηρό κεφάλαιο για τον πληθυσμό του αρχιπελάγους, των νησιών, των παραλίων της ηπειρωτικής Ελλάδας και του πολύπαθου γένους των Ελλήνων.
Ο καπετάνιος Πέτρος Λάντζας, (16ος – 17ος αιώνας) Κερκυραίος άρχοντας, αφιερώνει ολόκληρη τη ζωή του στον αγώνα ενάντια στους Οθωμανούς, δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα και ενεργεί πάντα με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον του υπόδουλου έθνους, θέτοντας σε κίνδυνο χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό όχι μόνο τη δική του ζωή, αλλά και αυτήν της οικογένειάς του.
Ο Ιωάννης Καψής (17ος αιώνας) από το Λιδορίκι, οργανώνει μία μεγάλη ναυτική δύναμη και γίνεται ο φόβος και ο τρόμος για Μουσουλμάνους και Χριστιανούς πειρατές που ρημάζουν στην κυριολεξία το πολύπαθο Αιγαίο. Είναι τέτοια η δύναμη που αποκτά χάρη στο κούρσος, που καταφέρνει να ιδρύσει στο νησί της Μύλου το πρώτο ανεξάρτητο πειρατικό βασίλειο. Ο τουρκικός στόλος που επιχειρεί να καταλάβει το νησί διώκεται από τους πειρατές του κακήν κακώς και μόνο με δόλο καταφέρνουν τελικά να τον παγιδεύσουν και να τον εξοντώσουν.
Ο Λάμπρος Κατσώνης κατά την προεπαναστατική περίοδο, με στόλο 15-18 πλοία, από τα οποία τα 4 ήταν χονδρές κορβέτες, και την Αθηνά της Άρκτου, ναυαρχίδα του στόλου, μια αμερικάνικη κορβέτα, που του εξασφάλισαν οι Έλληνες της Τεργέστης για τον αγώνα του ενάντια στους Τούρκους, γίνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα κυρίαρχος του Αιγαίου, τα πλοία ήταν εξοπλισμένα σχεδόν εξ ολοκλήρου με ελληνικά πληρώματα.
Ο Ιωάννης Βαρβάκης θρυλικός πειρατής και τρόμος των Οθωμανών, συμμετέχει ενεργά και καταλυτικά στην καταστροφή του Τουρκικού στόλου στο Τσεσμέ, βοηθώντας τον ρωσικό στόλο που πολεμά τους Οθωμανούς στο Αιγαίο. Αποκτά χάρη στις ικανότητές του και τον δαιμόνιο χαρακτήρα του μία τεράστια περιουσία από το εμπόριο του χαβιαριού στην Μαύρη Θάλασσα, σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο, την περιουσία αυτή διαθέτει με δωρεές και ευεργεσίες στη δοκιμαζόμενη από τον πόλεμο Ελλάδα.
- Είχαμε και στο Αιγαίο ανάλογες καταστάσεις όπως στην Καραϊβική, όπου περιοχές ή ολόκληρα νησιά βρίσκονταν υπό την εξουσία των πειρατών;
Πολλοί από αυτούς τους «Χριστιανούς» πειρατές, απέκτησαν τέτοιο πλούτο από τα λάφυρα και τις λεηλασίες, που μπορούσαν να διαθέτουν πανίσχυρο στόλο και χιλιάδες άντρες, όπως επίσης και δεκάδες μικρά και μεγάλα ισχυρά εξοπλισμένα πλοία, με τεράστια δύναμη πυρός και χιλιάδες επίσης σκλάβους στα κουπιά των πλοίων τους. Όταν ένιωθαν ισχυροί κι αυτοδύναμοι, λειτουργούσαν αυθαίρετα, χωρίς να τους φοβίζει τίποτα, ούτε ακόμα και οι εντολές του μονάρχη της χώρας τους, μιας και πολλοί από αυτούς ήταν ευγενείς της Γαλλίας κυρίως, αλλά και των άλλων κρατών. Δε φοβούνταν όμως και τον τούρκικο στόλο, γιατί πολλές φορές πλήρωναν τον Καπουδάν πασά για να τους αφήνει να δρουν ανενόχλητοι ή συνεργάζονταν μαζί του σε βάρος των Ελλήνων, που πολλές φορές πλήρωναν διπλό χαράτσι ή και με την ίδια τη ζωή τους ακόμα. Κλασικό παράδειγμα τέτοιου Χριστιανού πειρατή, είναι αυτό του Γάλλου Ούγκο Κρεβελιέ, που αψηφώντας τα πάντα έσπερνε τον τρόμο, τον πανικό και τον θάνατο με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, σε βάρος κάθε κατοίκου, εμπόρου ή και κουρσάρου ακόμα.
Όταν απέκτησε τον έλεγχο του Αιγαίου, επέβαλε φορολογία στους κατοίκους της Αίγινας, της Αθήνας και των Κυκλάδων, με αντάλλαγμα να μην τους ενοχλεί με επιθέσεις και λεηλασίες. Προσπάθησε να καταλάβει την Πελοπόννησο με τη βοήθεια των Μανιατών, αλλά δεν τα κατάφερε. Το 1676 λεηλάτησε την Σάμο και την Λέσβο και το 1678 κατέστρεψε την Σαντορίνη. Αλλά κι άλλοι τόποι που είχαν γνωρίσει την οργή του ήταν η Άνδρος, η Νάξος και η Τήλος, όπου κατέστρεψε πόλεις και χωριά. Οι αρχηγοί των πειρατών στην Μεσόγειο, αλλά και στο Αιγαίο, τόσο οι Μουσουλμάνοι όσο και οι Χριστιανοί, δεν ήταν απλά ληστές και άρπαγες, λειτουργούσαν σαν ηγεμόνες, έκλειναν συμφωνίες, εκτελούσαν επιθέσεις σε μεγάλους στόχους και μοιράζονταν μεγάλα, τεράστια θα έλεγε κανείς, κέρδη, από τη λεία και τα λάφυρα και κυρίως το εμπόριο σκλάβων με τους σουλτάνους και τους βασιλιάδες που τους προστάτευαν.
Πολλά νησιά του Αιγαίου, λόγω της θέσης τους, της άνεσης και της ασφάλειας που προσφέρουν τα φυσικά τους λιμάνια, γίνονται ορμητήρια των πειρατών και των κουρσάρων. Δημιουργούνται χώροι στις παραθαλάσσιες περιοχές που τους προσφέρουν φτηνή διασκέδαση και εφόδια. Οι χώροι αυτοί εξελίσσονται σε κοινότητες-πόλεις που προσφέρουν ανεφοδιασμό, γίνονται κέντρα μεταπρατικού εμπορίου, που έλκουν κάθε είδους πειρατή, έμπορο και κουρσάρο να ρευστοποιήσει τα λάφυρά του. Έτσι κοινότητες, που δεν ασκούν οι ίδιες την πειρατεία, πλουτίζουν απίστευτα από τη διακίνηση αυτών των «αγαθών» της λείας των πειρατών.
Στους τόπους αυτούς ισχύει ένας άγραφος νόμος, ένας κώδικας όπου μέσα τουλάχιστον στο λιμάνι, προστατεύει τους πάντες από κάθε εχθρική ενέργεια, ακόμα κι απ’ αυτούς τους ίδιους τους ανέντιμους πειρατές, αφού οι περισσότεροι ανήκουν άλλωστε στο ίδιο σινάφι. Δημιουργούνται από Έλληνες κοινωφελή ταμεία, απ’ όπου μπορούν να πάρουν όλοι χρήματα για την εξαγορά Ελλήνων αιχμαλώτων, τα «σκλαβιάτικα». Αλλά και εταιρείες από τους Δυτικούς για την εξαγορά αιχμαλώτων και την ανταλλαγή λύτρων. Ενεργό συμμετοχή σε αυτό το κομμάτι έχουν οι Καπουτσίνοι καλόγεροι, που συναλλάσσονται για τον λόγο αυτό με όλους τους πειρατές της Μεσογείου, πλουτίζοντας σημαντικά. Αλλά και ο Ορθόδοξος κλήρος, που κλείνει τα μάτια σε πράγματα και καταστάσεις, προκειμένου να εξασφαλίζει την ησυχία του νησιού και κάποια ευεργεσία από τους Έλληνες κουρσάρους.
Δυο τέτοια νησιά που διαθέτουν τα καλύτερα λιμάνια της Άσπρης Θάλασσας, είναι η Πάρος και η Μήλος. Η δύναμη που απέκτησε η Μήλος και το γεγονός ότι έγινε ένα από τα ισχυρότερα νησιά στο Αιγαίο, οφείλεται στο ότι αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα μεταπρατικά κέντρα εμπορίου των Χριστιανών πειρατών και κουρσάρων. Και ήταν τέτοια η δύναμη αυτή, που όταν το 1670 ο τούρκικος στόλος έπλευσε στο νησί για να επιβάλει την τάξη, εκδιώχθηκε από τις δυνάμεις των πειρατών κακήν κακώς. Κατάφερε δε χάρη στη δύναμη ενός Έλληνα κουρσάρου από το Λιδορίκι, του Ιωάννη Καψή, να γίνει το πρώτο ανεξάρτητο πειρατικό βασίλειο του Αιγαίου.
- Μία άλλη άγνωστη πτυχή της περιόδου της Επανάστασης είναι ότι οι πειρατές δεν έκλεβαν μόνο τα εμπορεύματα, αλλά και ανθρώπους για να τους πουλήσουν για σκλάβους. Ωστόσο πέρα από το γεγονός του δουλεμπορίου πολλοί δεν γνωρίζουν ότι χιλιάδες σύγχρονοι Μουσουλμάνοι των κατοίκων της βόρειας Αφρικής κατάγονται από τους Έλληνες και τις Ελληνίδες που πωλούνταν σκλάβοι εκείνη την εποχή.
Το 1537, όταν ξεσπά ο Γ΄ Βενετοτουρκικός πόλεμος, ο τούρκικος στόλος και τα πειρατικά πλοία του Μπαρμπαρόσα πολιορκούν την Κέρκυρα. Η πολιορκία διαρκεί μόνο δέκα μέρες από 26/08 έως 11/09/1537, χωρίς οι Τούρκοι να καταφέρουν να καταλάβουν το κάστρο της. Από τη μανία όμως των πειρατών δεν γλιτώνει η ύπαιθρος του νησιού. 140 χωριά λεηλατήθηκαν και τίποτα δεν έμεινε όρθιο έξω από τα τείχη της πόλης. Κατέστρεψαν τις σοδειές, έσφαξαν τα ζωντανά και το μόνο που έμεινε όρθιο στο νησί όταν αποχώρησαν, ήταν τα δέντρα. Άρπαξαν από το νησί 20.000 αιχμαλώτους που μετέφεραν στα πλοία τους, στη συνέχεια λεηλάτησαν την Κεφαλονιά, τους Παξούς και έκαψαν την Πάργα, 25 γαλέρες επιτέθηκαν στην Ζάκυνθο και έκαψαν την μονή του Σωτήρος στις Στροφάδες.
Επιτέθηκε στην Αίγινα και καταλαμβάνοντας το ισχυρό κάστρο του νησιού, πήρε μαζί του 4.800 αιχμαλώτους και πλούσια λάφυρα. Στη συνέχεια στράφηκε κατά της Πάρου όπου βρήκε ισχυρή αντίσταση και όταν τελικά λόγω έλλειψης πυρομαχικών η φρουρά του κάστρου παραδόθηκε, τους έσφαξε όλους. Πήρε από το νησί 6.000 νέους, άλλους για κωπηλάτες κι άλλους τους έστειλε δώρο στον σουλτάνο για να τους κάνει γενίτσαρους.
Στη συνέχεια λεηλάτησαν πιθανά την Ίο, ενώ από την Σέριφο και την Ανάφη, άρπαξαν 1.600 σκλάβους.
Συνολικά 1.000 νεαρά κορίτσια και 1.500 αγόρια και λάφυρα αξίας 400.000 χρυσών νομισμάτων, εστάλησαν σαν δώρο από τον Μπαρμπαρόσα στον σουλτάνο, ενώ οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι καταλήξανε στα σκλαβοπάζαρα της Μπαρμπαριάς.
Τον επόμενο χρόνο, το 1538, σε νέα ναυτική εκστρατεία, οι πειρατές με τον τούρκικο στόλο λεηλάτησαν τα παράλια της βόρειας Κρήτης, γκρέμισαν τα κάστρα στην περιοχή της Σητείας και έκαψαν 80 χωριά. Σε μία μόνο εβδομάδα, ρήμαξαν τα παράλια και άρπαξαν 15.000 Κρητικούς.
Οι επιπτώσεις της κάθε είδους πειρατείας στον ελλαδικό χώρο ήταν τεράστιες: Αιχμαλωσία ολόκληρων πληθυσμών και μεταφορά τους στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και της Μπαρμπαριάς, ερήμωση νησιών και παράκτιων περιοχών, μετακινήσεις πληθυσμού από τα παράλια στην ηπειρωτική χώρα, αλλαγή του τρόπου ζωής, αλλά και βαθιά επίδραση στις παραδόσεις και τη γλώσσα του λαού μας.
Τραγούδια, μύθοι, θρύλοι, παροιμίες αλλά και κατάρες, όλα σχετικά με τη μάστιγα της πειρατείας, κερδίζουν χώρο στις παραδόσεις μας, ενώ σημαντικός είναι και ο αριθμός λέξεων που χαρακτηρίζουν τους Μουσουλμάνους και Χριστιανούς πειρατές.
- Τελικά η πειρατεία έληξε όταν δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος ή συνεχίστηκε και αργότερα, όπως για παράδειγμα η ληστοκρατία στη στεριά, η οποία κράτησε μέχρι το 1930 περίπου;
Μέχρι την έναρξη της επανάστασης, όπως ήταν φυσικό, δεν υπήρξαν νόμοι για την πάταξη της πειρατείας. Ωστόσο με την κήρυξη του επαναστατικού αγώνα, εκδόθηκε από τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, μια διάταξη που αφορούσε τη διανομή των λειών (30 Μαρτίου 1821), με την οποία θεσπίστηκαν και οι πρώτες κυρώσεις κατά των πειρατών. Την παραπάνω διάταξη υιοθέτησε και το Υπουργείο Ναυτικών, όταν συστήθηκε για πρώτη φορά στην Κόρινθο την 6η Μαρτίου 1822, αποτελούμενο από έναν αντιπρόσωπο από κάθε νησί.
Με την πειρατεία ασχολήθηκαν οι Μανιάτες, οι Σφακιανοί και πολλοί άλλοι, διότι την εποχή εκείνη ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης. Η κεντρική διοίκηση δεν είχε τη δύναμη να επιβάλλει την τάξη και περιοριζόταν στην έκδοση εγκυκλίων.
Μέχρι το 1826 οι πειρατές είχαν εγκαταστήσει βάσεις στο στενό μεταξύ Άνδρου και Τήνου, στις Βόρειες Σποράδες, στην Αντίπαρο, στην Μύκονο και στην Γραμβούσα, ενώ είχαν κατορθώσει να επεκτείνουν τη δράση τους σε ολόκληρη την Μεσόγειο. Ο εντοπισμός τους από τα μεγάλα και δυσκίνητα σκάφη των ξένων δυνάμεων αποδεικνυόταν εξαιρετικά δύσκολος. Ο Δεριγνύ ανέφερε, τον Απρίλιο του 1826, ότι «είναι αδύνατον στο Αιγαίο να πλεύσει σκάφος έστω και 10 λεύγες χωρίς να προσβληθεί από πειρατές. Σε καμιά άλλη θάλασσα δεν έχει εμφανισθεί τέτοια θρασεία πειρατεία της οποίας οι δράστες να μένουν ατιμώρητοι αλλά και προστατευόμενοι». Και πρόσθετε ότι «ένας Υδραίος ληστεύει Ποριώτη, ποτέ όμως συμπατριώτη του και δεν παραλείπει να ανάψει καντήλι στην εικόνα της Παναγίας για την επιτυχία της επόμενης ληστείας του». Κατά την εκτίμηση του Δεριγνύ, η έκταση των ζημιών από την πειρατεία στην ουδέτερη ναυτιλία κατά την περίοδο 1821 – 1826, έφθανε για την Αυστρία τα 4.000.000 φράγκα, για την Βρετανία τα 900.000 φράγκα και για την Γαλλία τα 300.000 φράγκα. Οι σχετικά μικρές ζημιές της γαλλικής ναυτιλίας οφείλονταν κυρίως στην παρουσία της γαλλικής ναυτικής μοίρας της Σμύρνης.
Το Υπουργείο Ναυτικών της προσωρινής Διοίκησης ανησύχησε από τις πολλές καταγγελίες και αναγκάσθηκε να λάβει διάφορα μέτρα, τα οποία όμως δεν είχαν αποτέλεσμα. Απεναντίας, ιδιαίτερα μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, οπότε και διακόπηκαν οι ναυτικές επιχειρήσεις λόγω έλλειψης αντιπάλου, η πειρατεία επεκτάθηκε.
Οι κυριότερες βάσεις πειρατών ήταν η Γραμβούσα και οι Βόρειες Σποράδες. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι μόνο κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1827 είχαν λεηλατηθεί 81 πλοία. Ολόκληρη η Ευρώπη είχε δυσανασχετήσει έντονα, ενώ οι ναύαρχοι της Συμμαχίας (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) είχαν οργιστεί, κατακρίνοντας δριμύτατα την Ελληνική Κυβέρνηση ως ανίσχυρη.
Ο Κόδριγκτον, στη συνάντηση που είχε με τον Καποδίστρια στην Μάλτα, πριν ο τελευταίος αποβιβαστεί στην Ελλάδα, συζήτησε εκτός των άλλων και τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για το συγκεκριμένο θέμα, δεχόμενος μάλιστα να αναλάβει εκείνος τις επιχειρήσεις εναντίων των πειρατών στην Γραμβούσα.
Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πειρατείας στην περιοχή των Βορείων Σποράδων τρία ήταν τα πρόσωπα στα οποία βασίστηκε ο Καποδίστριας: ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης και ο πλοίαρχος Αντώνιος Κριεζής. Στις 23 Ιανουαρίου 1828 έδωσε διαταγή στον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη να σπεύσει στα νησιά Σκόπελο, Σκιάθο, Σκύρο και Ηλιοδρόμια, και να λάβει τα μέτρα που η φρόνηση και η εμπειρία τού υπαγόρευαν. Για τον σκοπό αυτό του παραχωρεί το δικαίωμα να εκδώσει προκηρύξεις προς τον λαό και διαταγές προς τη δημογεροντία και τους στρατιωτικούς, έτσι ώστε να παύσουν για πάντα τα δεινά των κατοίκων και να αποκατασταθεί η τάξη. Ο Μιαούλης, σε απάντησή του στον Κυβερνήτη, αφού παρουσίασε τις ελλείψεις του ναυτικού σε πλοία, του πρότεινε την κατάσχεση των αξιόπλοων πειρατικών που βρίσκονταν στις Σποράδες και την πυρπόληση των υπολοίπων προς παραδειγματισμό των πειρατών.
Ο Καποδίστριας, ως διορατικός ηγέτης, γνώριζε ότι για να εξαλειφθεί η πειρατεία έπρεπε να εκλείψουν τα γενεσιουργά της αίτια, δηλαδή τα οικονομικά και κοινωνικά αίτια που την προκαλούσαν και τη συντηρούσαν. Για τον λόγο αυτό προσπάθησε να εντάξει στις ένοπλες δυνάμεις ή να απασχολήσει στην καλλιέργεια της γης τους άνεργους ναυτικούς, τους άτακτους στρατιωτικούς και τους πρόσφυγες. Οι οικονομικές όμως δυσχέρειες του κράτους, απέτρεπαν την αξιοποίηση όλων αυτών των ανέργων, γεγονός που προκαλούσε τη δυσχέρειά τους έναντι του Κυβερνήτη. Έτσι σιγά-σιγά η πειρατεία άρχισε να επανεμφανίζεται. Όσο λοιπόν καθυστερούσε η αποκατάσταση των ανέργων, τόσο δύσκολη ήταν η εξάλειψη της πειρατείας.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν η τεράστια αύξηση του ελληνικού εφοπλισμού στα νησιά του Αιγαίου, η εύκολη εύρεση εργασίας των χιλιάδων Ελλήνων ναυτικών που επάνδρωναν πλέον τον όλο και αυξανόμενο εμπορικό στόλο της πατρίδας τους, και κυρίως οι καλές αμοιβές των ναυτικών, σε μία έντιμη δίχως κινδύνους εργασία, εξάλειψε οριστικά το φαινόμενο των ληστών της θάλασσας.
«Η παίδα του Σαρακηνού να σε παιδέψει»
«Στην Μπαρμπαριά να καταλήξεις»
«Βραχύς ο βίος του κατεργάρη»
«Ήλιε που βγαίνεις το ταχύ, ούλον τον κόσμο δούδεις,
σ’ ούλον τον κόσμο ανέτειλε, σ’ ούλη την Οικουμένη,
στω Μπαρμπαρέσω τις αυλές, ήλιε μην ανατείλεις,
γιατί έχουν σκλάβους έμορφους, πολλά παραπονειάρους
και θα γραθού οι γιαχτίδες σου που τω σκλαβώ τα δάκρυα.»
Στη μοίρα του Αυγουστίνου Βαρβαρήγου
- «Τα δύο δελφίνια», Φραντζίσκος Ξένος
- «Η παρέα των λιονταριών», Δομένικος Ζάκας
- «Ιωάννης Άγγελος», Ιερώνυμος Άγγελος
- «Δυσανάγνωστο», Λεωνίδας Γιώτας
- «Ο Χριστός της Βενετίας», Χριστόφορος Κοντοκάλης
Στη μοίρα του Ντόρια
- «Vu Aguila Dorata», Πέτρος Μπούας
- «La patrona di Lomellino», Γεώργιος Γκρέκος (αδελφός του ελ Γκρέκο)
- «Vu dona coun mazo», Λουίζος Κύπριος
- «Αγία Δόξα», Βαγγελιώ Ζούρλα
- «Vu Angelo co una spada», Στέλιος Καλίπολος (Χαλικιόπουλος)
- «Ο καπετάνιος του Ν. Ντόρια», Πάνδοξος Πολύδωρος
- «L’ Aguila d’oro con la Corona», Ανδρέας Καλλέργης
- «La furia di Lomellino», Γιακουμής Τσιάπης
- «La patrona di Negroni», Λουίζος Καμπάς
- «La Diana di Cenova», Ιωάννης Γεωργίου
Στη μοίρα του Βενιέρο
- «Κυρίαρχος των θαλασσών», Γρηγόριος Ανδρέας
- «Κυπριακή θάλασσα», Γεώργιος Κοκκίνης
Πρόκειται για 13 κρητικά και 4 επτανησιακά πλοία, γαλέρες με περίπου 8.500 χιλιάδες Έλληνες πλήρωμα, με αυτά τα σκαριά οι Έλληνες καπεταναίοι τους ασκούν συστηματικά πειρατεία και πόλεμο εναντίων των Οθωμανών και των Βέρβερων συμμάχων τους σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και Αρχιπέλαγος του Αιγαίου.
- Ι. Σταφιαλίτζης, πειρατής στη Μάλτα (1542)
- Ιωάννης Δρόζος, ατσίγγανος (1555)
- Σταμάτης Παπαδόπουλος, Μάλτα (1567)
- Μιχαήλ και Δράκος Μακρή, Κρητικοί (1567)
- Γεώργιος και Ανδρέας Μαυρόπουλος, Χάνδακας (1568)
- Ν. Φασιδώνης, Κρητικός (1569)
- Γεώργιος Κοκκίνης, Κερκυραίος (1570)
- Μιχαήλ Σπανόπουλος, Σφακιώτης (1570)
- Π. Μπούας, Κερκυραίος (1570)
- Φ. Σφενδόνης, Κερκυραίος (1570)
- Χρ. Κοντοκάλης, Κέρκυρα (1571)
- Ι. Μπασατούρος, Κρητικός (1571)
- Π. Καραβέλλος , Κρητικός (1571)
- Μ. Θεοτοκόπουλος, Χάνδακας (1571)
- Παύλος, Κρητικός, Χανιά (1572)
- Ιάκωβος Μηλοΐτης, Πάτμος (1587)
- Καπετάν Γιώργης, Μανιάτης (1637)
- Καπετάν Γεράσιμος, Κεφαλλονίτης (1637)
- Αντώνης και Γιάννης Μανιάτης, Ζάκυνθος (1644)
- Άγγελος Γερακάρης, Μανιάτης (1645)
- Αντώνης Κοσμάς, Μανιάτης (1645)
- Θεόδωρος και Αναπλιώτης, Μανιάτες (1659)
- Λυμπεράκης Γερακάρης, Μανιάτης (1667)
- Γιατράκος με 570 Μανιάτες, αναχωρούν για Τοσκάνη (1673)
- Στεφανόπουλος με 730 Μανιάτες, αναχωρούν για Κορσική (1675)
- Μιχελής, Μανιάτης, πειρατής του Κρεβελιέ (1675)
- Μεταξιώτης, Ναξιώτης πειρατής του Κρεβελιέ (1675)
- Ιωάννης Καψής, Λιδωρίκι, ανακηρύσσεται Βασιλέας της Μήλου (1677)
- Τρομάρας και Νίκος Καψής, Λιδωρίκι (1677)
- Γράμμος, Βόνιτσα (1677)
- Πισπιρής, Ναύπακτος (1677)
- Καρλόγιαννος, Αγγελόκαστρο (1677)
- Αδερφοί Λουκαΐτη, Μεσολόγγι (1677)
- Γεωργούλης και Κουρέβελης, Γαλαξίδι (1677)
- Τσάρδας, Τουμπρανοχώρια (1677)
- Μαλαματένιος, Βιτρινίτσα (1677)
- Στάθης Ρωμανός Μανέτας (1683)
- Στεφανάκης Αρμακόλας, Μήλος (1686)
- Αντώνιος Μπεναρδάκης, Ζάκυνθος (1686)
- Νικολός Γιατρός, Πάρος (1687)
- Στρατής του Μανώλη, Κύθηρα (1695)
Πηγή: https://my1821.gr/history/1821/82-peirates-kai-epanastasi-mia-krymmeni-ptyxi-tou-1821
Views: 53